- ἀσκάλευτος
- ἀσκάλευτος [ᾰ], ον,A unhoed, Sch.Theoc.10.14. [full] ἀσκαλεῶς· ἄλαν σκληρῶς, ἐπιμόν υς, Hsch. (i. e. ἀσκελέως).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασκάλευτος — η, ο (Μ ἀσκάλευτος, ον) [σκαλεύω] ο ασκάλιστος νεοελλ. (για τη φωτιά) αυτή που δεν τη συδαύλισαν, δεν την αναρρίπισαν («άφησε τη φωτιά ασκάλευτη») … Dictionary of Greek
ἀσκάλευτον — ἀσκάλευτος unhoed masc/fem acc sg ἀσκάλευτος unhoed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκάλευτα — ἀσκάλευτος unhoed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)